- σκάριφον
- σκάριφονneut nom/voc/acc sgσκάριφοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκάριφον — τὸ, ΜΑ βλ. σκάριφος … Dictionary of Greek
σκαρίφου — σκάριφον neut gen sg σκάριφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάριφα — σκάριφον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάριφος — ο, ΝΜΑ, και σκάριφο, το, Ν, και σκάριφον Α πρόχειρο σχέδιο, ιχνογράφημα, σκαρίφημα νεοελλ. σκαριφητήρας, ξαριστής αρχ. 1. σχέδιο για ένα κτήριο 2. κοντύλι ή αιχμηρό όργανο για την εγχάραξη σχημάτων ή ιχνογραφημάτων και κυρίως πάνω στην άμμο ή σε… … Dictionary of Greek